ἀπλοίας

ἀπλοίας
ἀπλοίᾱς , ἄπλοια
impossibility of sailing
fem acc pl
ἀπλοίᾱς , ἄπλοια
impossibility of sailing
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἀπλοΐᾱς , ἄπλοια
impossibility of sailing
fem acc pl
ἀπλοΐᾱς , ἄπλοια
impossibility of sailing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εχενηίς — ἐχενηΐς, ίδος και ἐχεναΐς, ίδος και ἐχενῇς, ῇδος, ἡ (Α) 1. (για την άγκυρα, τη γαλήνη κ.λπ.) αυτή που κρατεί, που συγκρατεί τα πλοία («χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς», Αισχύλ.) 2. μικρό ψάρι για το οποίο πίστευαν ότι όταν κολλούσε στα πλευρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”